Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβλοσυρός
επίθετο torvo; truce; bie`co; tetro βλοσυρό βλέμμα==sguardo torvo, truce βλοσυρότατος επίθετο superlativo di [βλοσυρός] βλοσυρότερος επίθετο comparativo di [βλοσυρός] βλοσυρώτατος επίθετο superlativo di [βλοσυρός] βλοσυρώτερος επίθετο comparativo di [βλοσυρός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |