Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βλαστήμια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 beste`mmia ~f~; blasfemi`a ~f~
2 ((per estensione)) imprecazio`ne ~f~; invetti`va ~f~

βλαστήμιες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

giaculato`rie ~fp~

βλασφημία
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [βλαστήμια ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βλάστημα βλάστημος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---