Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβλάστηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 germogliazio`ne ~f~; butta`ta ~f~ η βλάστηση των οπωροφόρων==la buttata degli alberi da frutta 2 βλαστάρι germo`glio ~m~ 3 ((per estensione)) vegetazio`ne ~f~ τροπική βλάστηση==vegetazione tropicale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |