Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβλαστημώ
ρήμα μεταβατικό 1 bestemmia`re 2 ((per estensione)) impreca`re; maledi`re όλο βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή που τον γνώρισε==non fa che maledire il giorno in cui l'ha conosciuto+++βλαστήμα τα!==mi va tutto storto!; non me ne va bene una! βλασφημώ ρήμα μεταβατικό variante letteraria di [βλαστημώ] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |