Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βλαστάρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 germo`glio ~m~; virgu`lto ~m~; pollo`ne ~m~
2 ((figurato)) rampo`llo ~m~; virgu`lto ~m~ το βλαστάρι μου είναι πρώτο στην τάξη του==il mio rampollo è il primo della classe

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βλασταράκι βλάστημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---