Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
βλάστωμα
ουσιαστικό ουδέτερο
blasto`ma ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< βλαστοφόρος
βλασφημία >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βλαστόδερμα
[ουσ ουδ.]
βλαστολόγημα
[ουσ ουδ.]
βλαστομερίδιο
[ουσ ουδ.]
βλαστός
[ουσ αρσ ]
βλαστοφόρος
[επίθ.]
βλάστωμα
[ουσ ουδ.]
βλασφημία
{βλασφημιώ...
βλάσφημος
[επίθ.]
βλασφημώ
{βλασφημεί...
βλατίδα
[θηλ.ουσ]
βλάφτω
(έβλαψα, β...
βλάχα
[θηλ.ουσ]
βλαχιά
[θηλ.ουσ]
βλάχικος
[επίθ.]
βλαχοδήμαρχος
{βλαχοδημά...
βλάχος
[ουσ αρσ ]
βλαχουριά
{χωρ. πληθ...
βλάψιμο
[ουσ ουδ.]
βλαψίφρων
[επίθ.]
βλέμμα
{βλέμμ-ατο...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis