Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαυκαλίζομαι
ρήμα παθητικό

culla`rsi; illu`dersi; lusinga`rsi βαυκαλίζομαι με απατηλά όνειρα==cullarsi in sogni illusori

βαυκαλίζω  
ρήμα μεταβατικό

illu`dere; lusinga`re τη βαυκάλιζε με ψεύτικες υποσχέσεις==la illudeva con false promesse

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαυαρός βαυκαλισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---