Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαφή
ουσιαστικό θηλυκό 1 il ti`ngere; tintu`ra ~f~ η βαφή δεν πέτυχε==la tintura non è riuscita 2 tinta ~f~; colo`re ~m~; tintu`ra ~f~; verni`ce ~f~ 3 μαλλιά tintu`ra ~f~ κίτρινη βαφή==tinta gialla | βαφή για τα μαλλιά==tintura per capelli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |