Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΒαυαρή
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [βαυαρός ^-ού, ο^] 2 bavare`se ~f~; abita`nte ~f~ della Bavie`ra βαυαρός ουσιαστικό αρσενικό bavare`se ~m~; abita`nte ~m~ della Bavie`ra permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |