Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρρυθμία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 asimmetri`a ~f~; irregolarità ~f~
2 medicina aritmi`a ~f~ καρδιακή αρρυθμία==aritmia cardiaca

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρριβιστικός αρρύθμιστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---