Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρρωστεμένος
επίθετο

variante di [αρρωστημένος]

αρρωστεμένος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αρρωστημένος]

αρρωστημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αρρωσταίνω]
2 mala`to
3 soffere`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρρώστεια αρρώστια, (raro) αρρωστιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---