Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάρση
ουσιαστικό θηλυκό 1 sollevame`nto ~m~; elevazio`ne ~f~ άρση βαρών==sollevamento pesi 2 allontaname`nto ~m~; rimozio`ne ~f~; eliminazio`ne ~f~ η άρση των εμποδίων==la rimozione degli ostacoli | προς άρσιν πάσης αμφιβολίας==per fugare ogni dubbio 3 abolizio`ne ~f~; abrogazio`ne ~f~; re`voca ~f~ άρση νόμου==abrogazione di una legge | άρση τον εμπάργκο==revoca dell'embargo | η άρση των εκτάκτων μέτρων==la revoca delle misure d'emergenza 4 musica metrica arsi ~f~ άρσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [άρση ^-ης, η^] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη άρση βαρών = sollevamento [αρσ.] pesi Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |