Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρσιβαρίστας  
ουσιαστικό αρσενικό

sport pesi`sta ~m~; sollevato`re ~m~ di pesi

αρσιβαρίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αρσιβαρίστας ^-α, ο^]
2 pesi`sta ~f~; sollevatri`ce ~f~ di pesi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άρση αρσινίκιν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---