Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρταίνομαι
ρήμα παθητικό

1 ro`mpere il digiu`no
2 mangia`re di grasso

αρταίνω  
ρήμα μεταβατικό

rompere il digiuno

αρτύζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αρταίνω]

αρτύνω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αρταίνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Άρτα αρτάνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---