Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρτηριοσκλήρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 medicina arteriosclero`si ~f~
2 ((figurato)) arteriosclero`si ~f~; rigide`zza ~f~ nel ragiona`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρτηριίτιδα αρτηριοσκληρωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---