Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άρτιος  
επίθετο

1 comple`to; inte`ro; i`ntegro
2 perfe`tto άρτια γνώση μιας γλώσσας==conoscenza perfetta di una lingua
3 matematica pari άρτιοι αριθμοί==numeri pari

αρτιότατος
επίθετο

superlativo di [άρτιος]

αρτιότερος
επίθετο

comparativo di [άρτιος]

αρτιώτατος
επίθετο

superlativo di [άρτιος]

αρτιώτερος
επίθετο

comparativo di [άρτιος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρτιοδάκτυλος αρτιοσύλλαβος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---