Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρτίστα
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αρτίστας ^-α, ο^] 2 arti`sta ~f~ di varietà 3 ((anche spregiativo)) arti`sta ~f~ di avanspetta`colo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |