Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρτίστας
ουσιαστικό αρσενικό 1 arti`sta ~m~ di varietà 2 ((anche spregiativo)) gui`tto ~m~; arti`sta ~m~ di avanspetta`colo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |