Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρτιότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αρτιότητα ^-ας, η^] αρτιότητα ουσιαστικό θηλυκό 1 integrità ~f~; complete`zza ~f~; piene`zza ~f~ 2 perfezio`ne ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |