Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρτηρία
ουσιαστικό θηλυκό 1 anatomia arte`ria ~f~ 2 ((figurato)) arte`ria ~f~; via ~f~ di comunicazio`ne οδικές αρτηρίες==arterie stradali, autostradali permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |