Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αρσενοκοίτης

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αρσενοκοίτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 omosessua`le ~m~
2 sodomi`ta ~m~

permalink
‹ αρσενικούχος
άρση ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αρσενικό (χωρίς πλη...
αρσενικοθήλυκος [επίθ.]
αρσενικός [επίθ.]
αρσενικός [ουσ αρσ ]
αρσενικούχος [επίθ.]
αρσενοκοίτης {αρσενοκοι...
άρση {-ης κ. -ε...
αρσιβαρίστας {αρσιβαρισ...
αρσιβαρίστρια {αρσιβαρι-...
αρσινίκιν [ουσ ουδ.]
άρσις [θηλ.ουσ]
Άρτα {-ας κ. (λ...
αρταίνομαι aor αρτύστ...
αρταίνω {άρτυ-σα, ...
αρτάνα [θηλ.ουσ]
αρτέμων {αρτέμ-ονο...
αρτεμών [ουσ αρσ ]
αρτεργάτρια {αρτεργατρ...
αρτεσιανό {αρτεσιανο...
αρτεσιανός [επίθ.]


{{ID:ARSENOKOITHS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti