Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άρρωστος  
επίθετο

mala`to; ammala`to πέφτω άρρωστος==cadere ammalato

άρρωστος  
ουσιαστικό αρσενικό

mala`to ~m~; ammala`to ~m~; infe`rmo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρρωστιάρικος αρσενικό  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο άρρωστος βαριά = malato [αρσ.] grave


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---