Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρρώστεια
ουσιαστικό θηλυκό variante di [αρρώστια] αρρώστια, (raro) αρρωστιά ουσιαστικό θηλυκό malatti`a ~f~ παιδικές αρρώστιες==malattie infantili | κολλάω αρρώστια (ο ίδιος)==prendersi una malattia, essere contagiato da qualcuno | κολλάω αρρώστια σε κάποιον==trasmettere una malattia a qualcuno, contagiare qualcuno | η αρρώστια τον αιώνα==la malattia del secolo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπαίρνω αρρώστια = prendersi un malanno Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |