Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρρωσταίνω
ρήμα αμετάβατο 1 ammala`rsi αρρωσταίνω από πνευμονία==ammalarsi di polmonite 2 ((figurato)) ammala`rsi; angustia`rsi; senti`rsi male permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |