Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άρρηκτος  
επίθετο

inscindi`bile; indissolu`bile άρρηκτοι δεσμοί==legami indissolubili, inscindibili

άρρηχτος
επίθετο

variante di [άρρηκτος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρρενωπότητα άρρην  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---