GrecoItaliano


αριβίστας  
ουσιαστικό αρσενικό

arrivista ~m~

αριβίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αριβίστας ^-α, ο^]
2 arrivista ~f~

αρριβίστας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αριβίστας]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ARIBISTAS100}}
---CACHE---