Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρίδα
ουσιαστικό θηλυκό ((popolare)) ((scherzoso)) gamba ~f~; zampa ~f~ απλώνω και τεντώνω την αρίδα μου==allungare, stendere le gambe permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |