Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρίθμηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il contare η αρίθμηση από το ένα ως το δέκα==il contare da uno a dieci
2 numerazio`ne ~f~ η αρίθμηση των σελίδων==numerazione delle pagine

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αριθμημένος αριθμήσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---