Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρρενωπός  
επίθετο

viri`le αρρενωπή ομορφιά==bellezza virile

αρρενωπότατος
επίθετο

superlativo di [αρρενωπός]

αρρενωπότερος
επίθετο

comparativo di [αρρενωπός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρρενοπρεπής αρρενωπότης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---