Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρματολός  
ουσιαστικό αρσενικό

storia durante la dominazione turca guerrie`ro ~m~ greco autorizza`to a dife`ndere zone della Gre`cia infesta`te dai bandi`ti

αρματωλός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αρματολός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρματολάτης αρματόρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---