Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αρματολός
ουσιαστικό αρσενικό
storia
durante la dominazione turca
guerrie`ro ~m~ greco autorizza`to a dife`ndere zone della Gre`cia infesta`te dai bandi`ti
αρματωλός
ουσιαστικό αρσενικό
variante di
[αρματολός]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αρματολάτης
αρματόρος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αρμαρόζα
[θηλ.ουσ]
άρματα
{αρμάτων}
αρματηλάτης
{αρματηλατ...
αρματοδρομία
{αρματοδρο...
αρματολάτης
[ουσ αρσ ]
αρματολός
[ουσ αρσ ]
αρματόρος
[ουσ αρσ ]
αρματωλός
[ουσ αρσ ]
αρμάτωμα
[ουσ ουδ.]
αρματωμένος
[επίθ.]
αρματώνομαι
ipf αρματω...
αρματώνω
{αρμάτω-σα...
αρματωσιά
[θηλ.ουσ]
άρμεγμα
[ουσ ουδ.]
αρμεγμένος
[επίθ.]
αρμέγω
{άρμε-ξα, ...
άρμενα
[ουσ ουδ πληθ.]
αρμενάω
ipf αρμένι...
Αρμένης
ο, pl Aρμέ...
αρμενίζω
{αρμένισα}...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis