Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρματηλάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

quadriga`rio ~m~

αρματολάτης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αρματηλάτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άρματα αρματοδρομία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---