Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άρμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 storia carro ~m~; biga ~f~ τέθριππο άρμα==quadriga | δρεπανηφόρο άρμα==carro falcato | το άρμα του Θέσπιδος==il carro di Tespi
2 carro ~m~ αποκριάτικο άρμα==carro mascherato, allegorico | άρμα μάχης==carro armato

άρματα  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

((popolare)) le armi ~fp~ ο λαός πήρε τ' άρματα==il popolo ha impugnato le armi | ρίχνω τα άρματα==gettare le armi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρλουμπολόγος αρμαγάδιν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---