Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρλεκίνος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 arlecchi`no ~m~
2 ((figurato)) perso`na ~f~ ridi`cola

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρκώ αρλούμπα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---