Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρμαθιά  
ουσιαστικό θηλυκό

filza ~f~; mazzo ~m~ μια αρμαθιά ξερά σύκα==una filza di fichi secchi | μια αρμαθιά κλειδιά==un mazzo di chiavi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρμάθα αρμαθιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---