Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρμαθιά
ουσιαστικό θηλυκό filza ~f~; mazzo ~m~ μια αρμαθιά ξερά σύκα==una filza di fichi secchi | μια αρμαθιά κλειδιά==un mazzo di chiavi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |