Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άρκτος  
ουσιαστικό θηλυκό

1 zoologia orso ~m~
2 astronomia Orsa ~f~ η Μεγάλη Άρκτος==l'Orsa Maggiore | η Μικρή Άρκτος==l'Orsa Minore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρκτικός{2} αρκώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---