Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκρυστάλλωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 cristallizzazio`ne ~f~
2 ((figurato)) il farsi ~m~ un'ide`a preci`sa; il forma`re ~m~ un'opinio`ne definiti`va

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκρυσταλλώνω αποκρυφισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---