Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκτήνωση  
ουσιαστικό θηλυκό

abbrutime`nto ~m~

αποχτήνωση
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αποκτήνωση]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκτηνώνω απόκτηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---