Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπόκτημα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 cosa ~f~ acquista`ta o acquisi`ta; oggetto ~m~ dell'acquisizio`ne ήταν πανευτυχής για το απόκτημά του, ένα σπανιότατο βιβλίο==era molto felice per l'acquisizione di un rarissimo libro 2 acqui`sto ~m~ prezio`so ο παίχτης αυτός αποδείχθηκε σωστό απόκτημα για την ομάδα==quel giocatore si è rivelato un prezioso acquisto per la sua squadra απόχτημα ουσιαστικό ουδέτερο variante di [απόκτημα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |