Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόκρυψη  
ουσιαστικό θηλυκό

occultame`nto ~m~; occultazio`ne ~f~ η απόκρυψη στοιχείων==occultamento di prove

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απόκρυφος αποκτάω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---