Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποκτάω
ρήμα μεταβατικό variante di [αποκτώ] αποκτώ ρήμα μεταβατικό 1 acquisi`re; acquista`re; ottene`re απέκτησε ένα ιστιοφόρο==ha acquistato una barca a vela 2 ave`re; farsi; fare απέκτησαν το πρώτο τους παιδί==hanno avuto il loro primo figlio | απέκτησε πολλούς φίλους στην Ιταλία==si è fatto molti amici in Italia | απέκτησε ένα σωρό λεφτά στην Αυστραλία==ha fatto un mucchio di soldi in Australia αποκτώμαι ρήμα παθητικό variante di [αποκτιέμαι] αποχτώ ρήμα μεταβατικό variante di [αποκτώ] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |