Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποκύημα
ουσιαστικό ουδέτερο ((figurato)) parto ~m~; creazio`ne ~f~ αποκύημα της φαντασίας (κάποιου)==parto della fantasia (di qualcuno) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |