Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπόλαυση
ουσιαστικό θηλυκό 1 piace`re ~m~; godime`nto ~m~; dile`tto ~m~ τι απόλαυση να ακούς αυτή τη θεία φωνή!==che piacere ascoltare quella voce divina! | σήμερα το μπάνιο ήταν σκέτη απόλαυση==oggi il bagno è stato un vero piacere | οι σαρκικές απολαύσεις==i piaceri carnali | οι αισθησιακές απολαύσεις==i piaceri sensuali 2 divertime`nto ~m~; spasso ~m~ να τον ακούς να λέει ανέκδοτα, είναι σκέτη απόλαυση==ascoltarlo raccontare barzellette, è un vero spasso απόλαψη ουσιαστικό θηλυκό variante di [απόλαυση] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |