Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπολάω
ρήμα μεταβατικό variante di [απολύω] απολύνω ρήμα μεταβατικό variante di [απολύω] απολύομαι ρήμα παθητικό libera`rsi απολύω ρήμα μεταβατικό 1 licenzia`re απέλυσαν είκοσι εργάτες==hanno licenziato venti operai 2 απελευθερώνω libera`re; scarcera`re; rilascia`re απέλυσαν τους κρατουμένους==hanno scarcerato i detenuti 3 militare congeda`re; manda`re in conge`do permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |