Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απολύτρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 risca`tto ~m~
2 liberazio`ne ~m~; redenzio`ne ~m~; affrancame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απολυτρώνω απολύτως  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---