Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απομακραίνω
ρήμα μεταβατικό

variante di [απομακρύνω]

απομακρένω
ρήμα μεταβατικό

variante di [απομακρύνω]

απομακρύνομαι
ρήμα παθητικό

allontana`rsi απομακρύνθηκε τρεκλίζοντας==si allontanò barcollando

απομακρύνω  
ρήμα μεταβατικό

allontana`re; rimuo`vere απομάκρυναν τον άμαχο πληθυσμό==allontanarono la popolazione civile | τον απομάκρυναν από την αίθουσα του δικαστηρίου==lo allontanarono dall'aula del tribunale | τον απομάκρυναν από την θέση του==l'hanno rimosso dal suo posto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απομαγνητοφωνώ απόμακρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---