Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απομακρυσμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [απομακρύνω]
2 dista`nte
3 lonta`no
4 remo`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απομακρύνω απόμακτρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---