Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απομίμηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 imitazio`ne ~f~; l'imita`re ~m~
2 imitazio`ne ~f~; riproduzio`ne ~f~; co`pia ~f~ να προσέχετε τις απομιμήσεις==state attenti alle imitazioni! | πετυχημένη απομίμηση==un'imitazione ben riuscita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απομεσήμερο απομιμούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---