Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπομονωμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [απομονώνω] 2 isola`to permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαζω απομονωμένος = starsene in disparte Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |