Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απομυζώ  
ρήμα μεταβατικό

1 succhia`re απομυζώ δηλητήριο από πληγή==succhiare il veleno da una ferita
2 ((figurato)) sfrutta`re economicame`nte; salassa`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απομύζησις απομυθοποιημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---