Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπομύζηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 succhiame`nto ~m~ 2 succhia`ta ~f~ απομύζησις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [απομύζηση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |