Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απομύζηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 succhiame`nto ~m~
2 succhia`ta ~f~

απομύζησις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [απομύζηση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απομονωτιστής απομυζώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---